πλαστογαμία

πλαστογαμία
η, Ν
βιολ. ένωση χωριστών μονοκυτταρικών ατόμων, με σύντηξη τού κυτταροπλάσματος, όχι όμως και τού πυρήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastogamy < πλαστός + -γαμία (< γάμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”